Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΟ ΥΦΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ

We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel!

EDGAR ALLAN POE

Τὸ ὕφος μιᾶς μέρας ποὺ ζήσαμε πρὶν δέκα χρόνια σὲ ξένο 
    τόπο
ὁ αἰθέρας μιᾶς παμπάλαιης στιγμῆς ποὺ φτερούγισε κι ἐχά-
    θη σὰν ἄγγελος Κυρίου
ἡ φωνὴ μιᾶς γυναίκας λησμονημένης μὲ τόση φρόνηση και
    μὲ τόσο κόπο 
ἕνα τέλος ἀπαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου
    Σεπτεμβρίου.

Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικὲς ἐξανθηματικὰ 
    παράθυρα φερετροποιεῖα...
Συλλογίστηκε κανένας τί ὑποφέρει ἕνας εὐαίσθητος
    φαρμακοποιὸς ποὺ διανυκτερεύει;
Ακαταστασία στὴν κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες
    ἀνοίγουν τὸ στόμα τους σὰν ἄγρια θηρία
ἕνας ἀπαυδισμένος ἄνθρωπος ρίχνει τὰ χαρτιὰ ψάχνει 
    ἀστρονομίζεται γυρεύει.

Στενοχωριέται: ἃ χτυπήσουν τὴν πόρτα ποιὸς θ' ἀνοίξει; 
    Αν ἀνοίξει βιβλίο ποιὸν θὰ κοιτάξει; Αν ἀνοίξει τὴν 
    ψυχή του ποιὸς θὰ κοιτάξει; ῾Αλυσίδα.
Ποῦ 'ναι ἡ ἀγάπη ποὺ κόβει τὸν καιρὸ μονοκόμματα 
    στὰ δυὸ καὶ τὸν ἀποσβολώνει;

Λόγια μονάχα καὶ χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος 
    μπροστὰ σ' ἕναν καθρέφτη κάτω ἀπὸ μιὰ ρυτίδα. 
Σὰ μιὰ στάλα μελάνι σὲ μαντίλι ἡ πλήξη ἁπλώνει.

Πέθαναν ὅλοι μέσα στὸ καράβι, μὰ τὸ καράβι ἀκολουθάει 
    τὸ στοχασμό του ποὺ ἄρχισε σὰν ἄνοιξε ἀπὸ τὸ λιμάνι. 
Πῶς μεγαλῶσαν τὰ νύχια τοῦ καπετάνιου... κι ὁ ναύκληρος
    ἀξούριστος πού 'χε τρεῖς ἐρωμένες σὲ κάθε σκάλα...
 Ἡ θάλασσα φουσκώνει ἀργά, τ᾽ ἄρμενα καμαρώνουν κι
   ἡ μέρα πάει νὰ γλυκάνει. 
Τρία δελφίνια μαυρολογοῦν γυαλίζοντας, χαμογελᾶ ἡ 
    γοργόνα, κι ἕνας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στὴ γάμπια 
    καβάλα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΡΥΚΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος. Με τρομάζει.  Τι ωραίο θα 'τανε με μια ένεση να κυκλοφορούσε στο αίμα μου η επόμενη χιλιετία!  Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα. Κάθε σκαλί της  όταν τ' ανεβείς χαλιέται  πέφτει. Στο τελευταίο το σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει. Γεννιόμαστε και πρέπει να κουβαλήσουμε βαρύ κιβώτιο τις ασπάραχτες εικόνες των πραγμάτων. Η Άνοιξη - μάλιστα!  -είναι λύση. Χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε. Σωριάζεται ο πάταγος κι απομακρύνετ' η βροντή  αργά σαν τίγρη κουρασμένη. Τα νεύρα ερωτικά θριαμβεύουν.  Το δέντρο γίνεται σαφέστατο. Σε χαμηλά κελάρια - τα ύψη μας  τα πιθάρια του μέλλοντος. Ολοένα εξέχουμε στο χρόνο.  Ερειπωμένα κόκαλα π' αντέχετε στο χάρο!    

ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ

Certes, l'artiste désire s' élever.... mais l'homme doit rester obscur. PAUL CÉZANNE Ο Ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει τό λιτό κι' ἀπέριττο, τό φτωχικό εργαστήριό του, ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ἀττικοῦ λόφου. Ἐκεῖ ἀσχολεῖται νυχθημερόν μέ τά ἄπειρα πειράματά του καί μέ τήν παρασκευή τῶν διάφορων προϊόντων τοῦ ἐπιτηδεύματός του : βαρελότα, χαλκούνια, καί ἄλλα «μαϊτάπια». Γιατί αὐτός εἶναι πού προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλά κι' αὐτός εἶναι, πάλι, πού, τίς νύχτες τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων, διακοσμεῖ τοὺς οὐρανούς μας μέ λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ' ἐκθαμβωτικά πλουμιά καί μέ ταχύτατες ρουκέττες πού καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή ἀπό σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει τό ἔργον, ὅμως, τα βράδυα, ἐνίοτε, περιφέρει τή σακατεμένη κι' ἀλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, ἀπό καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τά σκοτει νότερα στενά τῆς ἀγορᾶς. Τό ἐπάγγελμά του εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο : πυρίτις, κι᾿ ἔσθ...

Ο ΣΕΒΑΧ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

tu autem eras interior intimo meo et superior summo meo ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ *Εξαιολογήσειος Βιβλ. τρίτο, VI. I είν' ἡ ψυχή μου συχνά ένα σοκάκι στή Μύκονο  σὰν ἄρχει κατι νά βραδιάζη  καί πιάνουν οἱ γυναῖκες καί τοποθετούν ἐρωτικά χάμω στο δρόμο σε σχήματα γεωμετρικά μονάχοντα όλο μπλέ γυαλιά – μπλέ ποτήρια  μπλέ καράφες πόθους μπλέ βιολιά  λουλούδια  χαλίκια όλα  ἀπό μπλέ γυαλί – μακριά ἀπ' τόν ἥλιο  πάνω στό χώμα στο δρόμο  ἀπ' ὅπου πέρασ᾽ ὁ ἥλιος καί δέν πρόκειται – άλλωστε – νά ξαναπεράση πιά τότες εἶν᾿ ἀκριβῶς ἡ ὥρα  ὅπου κι᾽ ἐγώ περνῶ ἀπαλά τό χέρι  στή βάση τοῦ κρανίου μου  καί τό βυθίζω ἀπότομα  — βαθιά — μέσ' στο κεφάλι μου καί τραβῶ ἔξω το μυαλό μου καί στίβω ἤρεμα τή φαιά μου οὐσία  ἀνάμεσα στά δάχτυλά μου κι' όταν όλα τά υγρά  χυθούν – χωρίς φωνές – καταγῆς  μνήσκει μονάχα μέσα στὴν ἀπαλάμη μου — καί ζεῖ — ένα μικρό λουλούδι  ποῦ τὸ ζητοῦσα ἀπό παιδί καί πού μοῦ χαϊδεύει τό μέτωπο μέ τά λευκά του χ...