Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2022

Ο ΣΕΒΑΧ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

tu autem eras interior intimo meo et superior summo meo ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ *Εξαιολογήσειος Βιβλ. τρίτο, VI. I είν' ἡ ψυχή μου συχνά ένα σοκάκι στή Μύκονο  σὰν ἄρχει κατι νά βραδιάζη  καί πιάνουν οἱ γυναῖκες καί τοποθετούν ἐρωτικά χάμω στο δρόμο σε σχήματα γεωμετρικά μονάχοντα όλο μπλέ γυαλιά – μπλέ ποτήρια  μπλέ καράφες πόθους μπλέ βιολιά  λουλούδια  χαλίκια όλα  ἀπό μπλέ γυαλί – μακριά ἀπ' τόν ἥλιο  πάνω στό χώμα στο δρόμο  ἀπ' ὅπου πέρασ᾽ ὁ ἥλιος καί δέν πρόκειται – άλλωστε – νά ξαναπεράση πιά τότες εἶν᾿ ἀκριβῶς ἡ ὥρα  ὅπου κι᾽ ἐγώ περνῶ ἀπαλά τό χέρι  στή βάση τοῦ κρανίου μου  καί τό βυθίζω ἀπότομα  — βαθιά — μέσ' στο κεφάλι μου καί τραβῶ ἔξω το μυαλό μου καί στίβω ἤρεμα τή φαιά μου οὐσία  ἀνάμεσα στά δάχτυλά μου κι' όταν όλα τά υγρά  χυθούν – χωρίς φωνές – καταγῆς  μνήσκει μονάχα μέσα στὴν ἀπαλάμη μου — καί ζεῖ — ένα μικρό λουλούδι  ποῦ τὸ ζητοῦσα ἀπό παιδί καί πού μοῦ χαϊδεύει τό μέτωπο μέ τά λευκά του χέρια καί μοῦ μιλεῖ στοργικά καί μοῦ λέει γιά τά ὄνειρα πού

ΤΟ ΥΦΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ

We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel! EDGAR ALLAN POE Τὸ ὕφος μιᾶς μέρας ποὺ ζήσαμε πρὶν δέκα χρόνια σὲ ξένο      τόπο ὁ αἰθέρας μιᾶς παμπάλαιης στιγμῆς ποὺ φτερούγισε κι ἐχά-     θη σὰν ἄγγελος Κυρίου ἡ φωνὴ μιᾶς γυναίκας λησμονημένης μὲ τόση φρόνηση και     μὲ τόσο κόπο  ἕνα τέλος ἀπαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου     Σεπτεμβρίου. Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικὲς ἐξανθηματικὰ      παράθυρα φερετροποιεῖα... Συλλογίστηκε κανένας τί ὑποφέρει ἕνας εὐαίσθητος     φαρμακοποιὸς ποὺ διανυκτερεύει; Ακαταστασία στὴν κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες     ἀνοίγουν τὸ στόμα τους σὰν ἄγρια θηρία ἕνας ἀπαυδισμένος ἄνθρωπος ρίχνει τὰ χαρτιὰ ψάχνει      ἀστρονομίζεται γυρεύει. Στενοχωριέται: ἃ χτυπήσουν τὴν πόρτα ποιὸς θ' ἀνοίξει;      Αν ἀνοίξει βιβλίο ποιὸν θὰ κοιτάξει; Αν ἀνοίξει τὴν      ψυχή του ποιὸς θὰ κοιτάξει; ῾Αλυσίδα. Ποῦ 'ναι ἡ ἀγάπη ποὺ κόβει τὸν καιρὸ μονοκόμματα      στὰ δυὸ καὶ τὸν ἀποσβολώνει; Λόγια μονάχα καὶ χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογο

ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

Χώρα  γιατί  ποιά χώρα τα σπίτια γύρω γύρω  οἱ πόρτες  ποιά σπίτια  ποιές πόρτες τα χέρια καί τά πόδια  καί τά δάχτυλα ὄχι τά σπίτια  οἱ πέτρες ποιά χέρια  καί ποιά πόδια  καί ποιά δάχτυλα οἱ πέτρες; ποιές πέτρες  αὐτές πού εἶχα στά       χέρια μου  ἤ τά δάκρυα  πού δέ θά τρέξουν  ἀπό τά μάτια μου

ΔΟΚΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Οἱ φίλοι μου φεύγουν ἦρθαν νά μέ χαιρετήσουν δέ θά ξαναδῶ πιά τούς φίλους μου ὁ ἕνας φεύγει γιά τό δίπλα δωμάτιο τό πρόσωπό του ἔγινε μαῦρο  φόρεσε ἕνα πράσινο σκοῦρο ὕφασμα  νύχτωσε πιά δέ μιλάει ὁ ἄλλος φεύγει γιά τ' ἄλλο δωμάτιο  νά βρεῖ τίς καρφίτσες  πρῶτα ὅμως κρύφτηκε στις κουρτίνες φοβήθηκε  ὕστερα ἀνέβηκε στο παράθυρο  γιά νά κοιμηθεῖ ὁ ἄλλος ἔβγαλε τα παπούτσια του  μέ τρεμάμενα χέρια  πῆρε τ' ἄγαλμα  ζεστό  τό πῆγε στήν κρεβατοκάμαρα  δέν ξέρει πῶς νά τό στήσει οἱ φίλοι μου φύγαν μακριά δέ θά τούς ξαναδῶ  τούς φίλους μου

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ

Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα                                              καί σχήματα ἀράχνη τὰ φῶτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά  μεγάλα ψάρια στούς πράσινους βαθμιούς τοίχους                                                              καρφωμένα αἷμα τρύπιες κουβέρτες καί σπασμένα τζάμια ή βροχή  καί ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της τό σῶμα της καί τ' ἀνοιχτό στόμα της  μακριά βαθιά πάνω στο βουνό Τό μυαλό μου κουρασμένο  κι ὁ ἀγέρας διάφανος σάν κρύσταλλο  ρολόγια πέφτουν ὁλοένα καί  σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο  σήμερα ὁ ἀγέρας δυνάμωσε ἀκόμη  ἀπ' τό παράθυρο βγῆκε ἕνα χέρι  μές στον καθρέφτη φάνηκε ἕν' ἄλλο χέρι ἔδερναν τά μεσάνυχτα μακριά ἀκουγόταν ἕνα βογκητό Ὅλα ὅσα βλέπω τὰ παράξενα σπίτια μοῦ θυμίζουν ἐσένα  ἡ νύχτα μοῦ θυμίζει ἐσένα ένα μικρό παιδί πού κλαίει μοῦ θυμίζει                                                             ἐσένα κι ὁ τάφος μοῦ θυμίζει ἐσένα τα ψάρια τά λουλούδια μοῦ θυμίζουν ἐσένα ὅλες οἱ φωτογραφίες ὅλα τά χρώματα ὅλα μοῦ θυμίζουν ἐσέ

ΑΡΝΗΣΗ

Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ  κι ἄσπρο σὰν περιστέρι  διψάσαμε τὸ μεσημέρι·  μὰ τὸ νερὸ γλυφό. Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ  γράψαμε τ' ὄνομά της  ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης  καὶ σβήστηκε ἡ γραφή. Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή, τί πόθους καὶ τί πάθος  πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!  κι ἀλλάξαμε ζωή.

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾶ

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾶ δὲ μᾶς δροσίζει  κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια  κι ὅλο τριγύρω ἀνήφοροι στὰ βουνά· μᾶς βαραίνουν  οἱ φίλοι ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.

Νυκτερινή Μαρία

Τὴν ἑπομένη ἀκριβῶς τοῦ θανάτου μου, ἤ μᾶλλον τῆς θανατώσεώς μου, πῆρα νά διαβάσω ὅλες τίς ἐφημερίδες, γιά νά μάθω όσο τό δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ὡς πρός τά τῆς ἐκτελέσεώς μου. Φαίνεται ὅτι ὁδηγήθην εἰς τὸ ἰκρίωμα ὑπὸ αὐστηρᾶς συνοδείας. Φοροῦσα, λέει, κιτρίνου χρώματος ἐπενδύτην, δικτυωτόν λαιμοδέτην καί περικεφαλαίαν. Τα μαλλιά μου ήτανε όμοια μέ βούρτσα, ἴσως μπογιατζῆ, ἴσως πιτυοκάμπτη. Κατόπι πετάξανε τό πτώμα μου μακριά, σ᾿ ἕνα βαλτοτόπι, ὅπου ήτανε ἄλλοτε λημέρι τοῦ γάλλου Καρτεσίου κι᾿ ὅπου βρισκόταν ἐπίσης, χρόνια τώρα, βορά τῶν ὀρνέων καί μιᾶς Ιεροδούλου λεγομένης Ευτέρπης, τόπλ ἔνδοξο πτῶμα τοῦ ἀειμνήστου Καραμανλάκη. Κι' ἐνῶ πολλά ἐλέγοντο ἱεροκρυφίως, ὅτι κατὰ τὴν ἐποχήν ἐκείνην εὕρισκόμουνα, κατ᾿ ἄλλους μέν στο Μαρακαίμπο τῆς Νοτίου ᾿Αμερικῆς, κατ᾿ ἄλλους δέ στόν Πειραιά, στο Πασσά Λιμάνι, ἐγώ βρισκόμουνα ἁπλούστατα στὸ Ἑλμπασσάν (τῆς ᾿Αλβανίας). Καί τό μόνο πρᾶμα τῆς προκοπῆς, πού ἔτυχε να διαβάσω ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, ἤτανε μιά μακροσκελεστάτη ἐπιστολή τοῦ Ἰ