Τὴν ἑπομένη ἀκριβῶς τοῦ θανάτου μου, ἤ μᾶλλον τῆς θανατώσεώς μου, πῆρα νά διαβάσω ὅλες τίς ἐφημερίδες, γιά νά μάθω όσο τό δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ὡς πρός τά τῆς ἐκτελέσεώς μου. Φαίνεται ὅτι ὁδηγήθην εἰς τὸ ἰκρίωμα ὑπὸ αὐστηρᾶς συνοδείας. Φοροῦσα, λέει, κιτρίνου χρώματος ἐπενδύτην, δικτυωτόν λαιμοδέτην καί περικεφαλαίαν. Τα μαλλιά μου ήτανε όμοια μέ βούρτσα, ἴσως μπογιατζῆ, ἴσως πιτυοκάμπτη. Κατόπι πετάξανε τό πτώμα μου μακριά, σ᾿ ἕνα βαλτοτόπι, ὅπου ήτανε ἄλλοτε λημέρι τοῦ γάλλου Καρτεσίου κι᾿ ὅπου βρισκόταν ἐπίσης, χρόνια τώρα, βορά τῶν ὀρνέων καί μιᾶς Ιεροδούλου λεγομένης Ευτέρπης, τόπλ ἔνδοξο πτῶμα τοῦ ἀειμνήστου Καραμανλάκη. Κι' ἐνῶ πολλά ἐλέγοντο ἱεροκρυφίως, ὅτι κατὰ τὴν ἐποχήν ἐκείνην εὕρισκόμουνα, κατ᾿ ἄλλους μέν στο Μαρακαίμπο τῆς Νοτίου ᾿Αμερικῆς, κατ᾿ ἄλλους δέ στόν Πειραιά, στο Πασσά Λιμάνι, ἐγώ βρισκόμουνα ἁπλούστατα στὸ Ἑλμπασσάν (τῆς ᾿Αλβανίας). Καί τό μόνο πρᾶμα τῆς προκοπῆς, πού ἔτυχε να διαβάσω ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, ἤτανε μιά μακροσκελεστάτη ἐπιστολή τοῦ Ἰταλοῦ Γουλιάμου Τσίτζη, τοῦ ἐγκαρδίου καί μοναδικοῦ μου φίλου, τόν ὁποῖον ἄλλωστε δὲν γνώρισα ποτέ καί γιά τόν ὁποῖον ἀμφιβάλλω ἀκόμα κι᾿ ἄν ὑπάρχη. Μέ λίγες λέξεις, όλο το περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς του αὐτῆς ἤτανε τό ἑξῆς: «Είσαι», ἔλεγε, ὑπονοῶν βέβαια τήν Πολυξένη, «είσαι ένα παλιό γραμμόφωνο μέ μπρούντζινο χουνί κάτω ἀπὸ ἕνα μαῦρο πανί».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου