Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σπάραγμα στον Απόκρυφον Ήλιο

Τη γυναίκα μην την αφήσεις ποτέ να σου πάρει το διαμάντι της ερημίας, δεν έχει απ' αυτή την κατάσταση ελεεινότερη νύχτα, δεν έχει φριχτότερα σκυλόδοντα το χαμόγελο, δεν έχει τίγρισσα η ζούγκλα τέτοιας αγριότητας: με βυζιά, μ' ένα μαύρο δασάκι, με γλυπτές καμπύλες και φιδίσιες λεξούλες, -χώνει, τη βλέπεις; χώνει με στιλπνή χυδαιότητα το τρυφερό χεράκι στο κεφάλι σου, το χέρι της πλημμυρισμένο από χύσιμο, και σηκώνει ανάλαφρα ολάκερη την ποσότητα του μυαλού σου, σε αδειάζει από κάθε δυνατότητα να ορέγεσαι τη λάμψη που λέει όχι στην ύπαρξη: η γυναίκα επαγγέλλεται την ευτυχία. -Δώσε μια κλοτσιά στα πισινά της ή εκεί ακριβώς άναψέ της ένα σπίρτο να ουρλιάζει και προχώρει ατάραχος όπως ταιριάζει στην εκτυφλωτική σου έπαρση.




Ανέκδοτο και αχρονολόγητο. Βρέθηκε σε δακτυλόγραφη μορφή στο αρχείο του ποιητή.



Νίκος Καρούζος

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Πῶς ἄλλο πιὰ νὰ ζεῖς ἀνάμεσα σ' ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν πρὶν τὴν ὥρα τους; Πῶς ἄλλο πιὰ νὰ περιμένεις μὲ νεκροὺς ποὺ ἀρνιοῦνται ὅτι κάποτε εἶχαν ζήσει; Γενάρης '70    

Βουτιά

Κυκλοφορεί στο μυαλό σου Όπως τότε που βουτούσες στα βαθιά για να βγάλεις αχινούς Και δεν άκουγες τίποτα κάτω από το νερό Ήξερες μόνο ότι αυτός ο αχινός είναι για εκείνη    

Ο ΣΕΒΑΧ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

tu autem eras interior intimo meo et superior summo meo ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ *Εξαιολογήσειος Βιβλ. τρίτο, VI. I είν' ἡ ψυχή μου συχνά ένα σοκάκι στή Μύκονο  σὰν ἄρχει κατι νά βραδιάζη  καί πιάνουν οἱ γυναῖκες καί τοποθετούν ἐρωτικά χάμω στο δρόμο σε σχήματα γεωμετρικά μονάχοντα όλο μπλέ γυαλιά – μπλέ ποτήρια  μπλέ καράφες πόθους μπλέ βιολιά  λουλούδια  χαλίκια όλα  ἀπό μπλέ γυαλί – μακριά ἀπ' τόν ἥλιο  πάνω στό χώμα στο δρόμο  ἀπ' ὅπου πέρασ᾽ ὁ ἥλιος καί δέν πρόκειται – άλλωστε – νά ξαναπεράση πιά τότες εἶν᾿ ἀκριβῶς ἡ ὥρα  ὅπου κι᾽ ἐγώ περνῶ ἀπαλά τό χέρι  στή βάση τοῦ κρανίου μου  καί τό βυθίζω ἀπότομα  — βαθιά — μέσ' στο κεφάλι μου καί τραβῶ ἔξω το μυαλό μου καί στίβω ἤρεμα τή φαιά μου οὐσία  ἀνάμεσα στά δάχτυλά μου κι' όταν όλα τά υγρά  χυθούν – χωρίς φωνές – καταγῆς  μνήσκει μονάχα μέσα στὴν ἀπαλάμη μου — καί ζεῖ — ένα μικρό λουλούδι  ποῦ τὸ ζητοῦσα ἀπό παιδί καί πού μοῦ χαϊδεύει τό μέτωπο μέ τά λευκά του χέρια καί μοῦ μιλεῖ στοργικά καί μοῦ λέει γιά τά ὄνειρα πού