Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μικρό Αυτοχρονικό

Πριν από δέκα χρόνια, ενώ τελείωνε ο Νοέμβριος του 1953, πήγαινα τα πρώτα ποιτικά μου χειρόγραφα στο τυπογραφείο(1). Πρώτες φανερώσεις της μαχώμενης ψυχής μου σε χαρά δύσκολη αναμνήσεως, ουράνια, βαπτισματική. Αλλ' αν μπορώ σήμερα να μιλήσω για μιαν αυγή θανάτου, η ζτούσα ψυχή μου σ' αναστάσεως μέθη, δεν ήταν να μην έχει στον ήχο της ό,τι θα έλεγα υποταγή στην Αποκάλυψη, στον Ιησού. Τότε, λοιπόν, οι διάφοροι της γενεάς μου με χλεύασαν και πέταξαν απάνω μου λιθάρια. Φώναζαν πως θέλω να εκπλήξω με τον "ανύπαρκτο Χριστό", πως ο Χριστιανισμός είναι "μια νευροπάθεια", πως η σύγχρονη αγωνία πάει στον αθεϊσμό και δεν έχει σχέση με οποιαδήποτε θρησκευτικότητα, πως είμαι ή κάνω τον αφελή, κι άλλα όμοια... Θυμάμαι μάλιστα που βγήκε στην ανοησία και κάποια γηραιά κυρία, κριτικός στην Αθήνα, γράφοντας πως τη "σταματούσε" στα πρώτα μου εκείνα ποιητικά προσπαθήματα "μια δηκτική αλλά και πολύ λεπτή ειρωνεία την θρησκευικών δοξασιώνκαι θρύλων(2)"! Οι περισσότεροι, όμως, κριτικοί της έρημης Ελλάδας είναι μόνιμα τυγλοί και ανευθυνοι. Έτσι, και τώρα τελευταία, κάποια νέα κυρία, κριτικός της Θεσσαλονίκης, μου έγραψε, σ' ενα απ' τα πιο κακόγουστα γράμματα που έχω λάβει στην ζωή μου(3), πως απ' τον Παπαδιαμάντη (συναριθμημένον) ως τα σήμερα, οι Έλληνες θρησκευόμενοι λογοτέχνες "κοροϊδεύουμε", γιατί ο Έλληνας δεν είναι θρησκευτικός, δεν είναι υπερβατικός. Κι αναμασώντας την κοινοτοπία της αθεΐας σε συνδυασμό με τα "ρεύματα της εποχής", η "αγωνιώδης" κυρία της Θεσσαλονίκης, δεν παρέλειψε να με διαβεβαιώσει πως ο Χριστός έχει οριστικά πεθάνει σαν κάθε γήινο... Τι φρικιαστική απουσία πνευματικότητας! Ο Pascal, τρομερό λούλουδο της υπάρξεως, που με τόση εσωτερική λάμψη μάς έδειξε ολότελα την ηλιθιότητα της λογικής, φανερώνοντας την ακεραιότητα τηε αγωνίας, υπήρξε, φαίνεται, τυχερός -για χάρη του Θεού- με το να μη γεννηθεί Έλληνας κι ακόμη με το να ζήσει σ' άλλη εποχή, με άλλη μορφή παραγωγικών δυνάμεων και παραγψγικών σχέσεων. Όμως, θα βάλω εδώ λίγες γραμμές του κοντινού μας Lautreamont -αφήνω τους άθεους και τους λογής "κοινωνιολόγους" της αγωνίας να "πακετάρουν" τον ποιητή κοινωνικά, ιστορικά, ψυχολογικά, κι όπως αλλιώς θέλουν- ώστε να δουν όσοι σκεπτόμενοι πως η αγωνία η αληθινή δεν έχει χρόνο και είναι πάντα μοντέρνα:

"Η απλύτως ατομική μου υπόσταση και ο Δημιουργός υπερβαίνουν το μθαλό! Όταν η νύχτα πίχνει την σκοτεινιά στο γύρο των ωρών, ποιος είν' εκείνος που [δεν] έκανε μάχη στο βρεγμένο από κρύον ιδρώτα κρεβάτι του ενάντια στον ύπνο;" (Τραγούδι Πέμπτο του Μαλντορόρ)(4)

Η καταπληκτική φανέρωση του Lautreamont είναι μέσα στην άυλη κι άχτιστη φλόγα με τον τρόμο της νύχτας, με τον τρόμο του ύπνου που όταν μας πάρει χάνουμε τον ουράνιο γάμο ζωής και του θανάτου. Η αυθεντική αγωνία πάει στο Θεό. Με τίποτα δεν πέφτει τούτος ο νόμος.


Στους καιρούς της νεότητας είχα τα μάτια κολλημένα σ' εναν πολύχρωμο φαγό, που έδειχνε από κάθε χρώμα και μια θαυμάσια, μιαν ελκυστική θέα. Λοιπόν, αγάπησα πολύ τη δυναμική πεπρωμενοκρατία του Nietzsche, τις θυελλοφόρες κορυφές του Ζαπατούστρα, έζησα τη μεγάλη ανάσα της δρακόντειας απελπισίας που κομματιάζει το στήθος και φτύνει τη λογική. Ερωτεύτηκα το μαρξισμό, γεμάτος ερωτήματα για τη ναρκισσευόμενη λογική του, και πέρασα στην περιπέτεια του κοινωνικού επαναστάση, κρατώντας σαν ιψενικός ήρωας -δηλαδη μονακί κι ανώφελα- τη σημαία του Ιδανικού με πάθος. Επίσης, χώθηκα στη γαλαρία του Freud, ως ένα σημείο γοητευμένος. Έτρωγα το χρόνο, για να 'βγω στο ξέφωτο του Ιησού με την ψυχή οριστικά έκπληκτη. Συναντήθηκα ε το θαύμα σα φίλος. Ο Nietzsche χαστούκισε το θαύμα, κι όμως ήτανε καλή αφετηρία για την ευσέβεια. Με βοήθησε -τι περίεργο ίσως- να θυμηθώ τον Ιησού, με βοήθησε αποφασιστικά. Νιώθω σήμερα πως ήμουν στους καιρούς της νεότητας αππαβωνιασμένος με την αγωνία. Γιατί βλέπω κάθε εικοσιτετράωρο και πιο καθαρά, πως η θρησκευτικότητα είναι ο γάμος με την αγωνία. Και δεν μπορούσε να ήταν άλλη απ' το Χριστιανισμό η θρησκεία μου στην Ελλάδα. Και δεν μπορώ να βεβαιώσω τίποτα μέσα μου δίχως την Ορθοδοξία των Ελλήνων. Όταν γυρίζα στον αυστηρό Ιησού γύριζα στις ρίζες μου, όταν γύριζα στον απέραντο Ιησού γύριζα στο μέλλον.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Πρόκειται για την πρώτη συλλογή που εξέδωση, με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού, τον Δεκάμβριο του 1952 (1954).
  2. Αναφέρεται στον Άλκη Θρύλο (Ελένη Ουράνη) και στην κριτική που είχε δημοριεύσει για την πρώτη του συλλογή. βλ. Άλκης Θρύλος, "Το λογοτεχνικό 1954", Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1955, σελ. 305.
  3. Η επιστολή δεν βρέθηκε στο αρχείο του ποιητή.
  4. Η μετάφραση του αποσπάσματος έχει γίνει από τον Ν. Κ. Το γαλλικό κείμενο είναι το εξής: "Ma subjectivite et le Createur, c' est trop pour un cerveau. Quand la nuit obscurcuit les cours des heures, quel est celui qui n'a pas combattu contre l'influance du sommeil, dans sa couche mouille d'une glaciale sueur?" (Isidore Ducasse, comte de Lautreamont, Les Chants de Maldoror, aux editions du Livre, Monte Carlo, χ.χ., σελ. 200, Chant cinquieme.)
    Το "δεν" απουσιάζει από το τυπωμένο κείμενο και το συμπλήρωσε ο Ν. Κ. στη σελίδα του περιοδικού που βρέθηκε στο αρχείο του.

Δημοσιεύτηκε στο περ. Ευθύνη, έτος Γ', φυλλάδιο αρ. 31, Νοέμβριος 1963, σελ. 69-70.



Νίκος Καρούζος

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Βουτιά

Κυκλοφορεί στο μυαλό σου Όπως τότε που βουτούσες στα βαθιά για να βγάλεις αχινούς Και δεν άκουγες τίποτα κάτω από το νερό Ήξερες μόνο ότι αυτός ο αχινός είναι για εκείνη    

ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Πῶς ἄλλο πιὰ νὰ ζεῖς ἀνάμεσα σ' ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν πρὶν τὴν ὥρα τους; Πῶς ἄλλο πιὰ νὰ περιμένεις μὲ νεκροὺς ποὺ ἀρνιοῦνται ὅτι κάποτε εἶχαν ζήσει; Γενάρης '70    

Ο ΣΕΒΑΧ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

tu autem eras interior intimo meo et superior summo meo ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ *Εξαιολογήσειος Βιβλ. τρίτο, VI. I είν' ἡ ψυχή μου συχνά ένα σοκάκι στή Μύκονο  σὰν ἄρχει κατι νά βραδιάζη  καί πιάνουν οἱ γυναῖκες καί τοποθετούν ἐρωτικά χάμω στο δρόμο σε σχήματα γεωμετρικά μονάχοντα όλο μπλέ γυαλιά – μπλέ ποτήρια  μπλέ καράφες πόθους μπλέ βιολιά  λουλούδια  χαλίκια όλα  ἀπό μπλέ γυαλί – μακριά ἀπ' τόν ἥλιο  πάνω στό χώμα στο δρόμο  ἀπ' ὅπου πέρασ᾽ ὁ ἥλιος καί δέν πρόκειται – άλλωστε – νά ξαναπεράση πιά τότες εἶν᾿ ἀκριβῶς ἡ ὥρα  ὅπου κι᾽ ἐγώ περνῶ ἀπαλά τό χέρι  στή βάση τοῦ κρανίου μου  καί τό βυθίζω ἀπότομα  — βαθιά — μέσ' στο κεφάλι μου καί τραβῶ ἔξω το μυαλό μου καί στίβω ἤρεμα τή φαιά μου οὐσία  ἀνάμεσα στά δάχτυλά μου κι' όταν όλα τά υγρά  χυθούν – χωρίς φωνές – καταγῆς  μνήσκει μονάχα μέσα στὴν ἀπαλάμη μου — καί ζεῖ — ένα μικρό λουλούδι  ποῦ τὸ ζητοῦσα ἀπό παιδί καί πού μοῦ χαϊδεύει τό μέτωπο μέ τά λευκά του χέρια καί μοῦ μιλεῖ στοργικά καί μοῦ λέει γιά τά ὄνειρα πού