tu autem eras interior intimo meo et superior summo meo ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ *Εξαιολογήσειος Βιβλ. τρίτο, VI. I είν' ἡ ψυχή μου συχνά ένα σοκάκι στή Μύκονο σὰν ἄρχει κατι νά βραδιάζη καί πιάνουν οἱ γυναῖκες καί τοποθετούν ἐρωτικά χάμω στο δρόμο σε σχήματα γεωμετρικά μονάχοντα όλο μπλέ γυαλιά – μπλέ ποτήρια μπλέ καράφες πόθους μπλέ βιολιά λουλούδια χαλίκια όλα ἀπό μπλέ γυαλί – μακριά ἀπ' τόν ἥλιο πάνω στό χώμα στο δρόμο ἀπ' ὅπου πέρασ᾽ ὁ ἥλιος καί δέν πρόκειται – άλλωστε – νά ξαναπεράση πιά τότες εἶν᾿ ἀκριβῶς ἡ ὥρα ὅπου κι᾽ ἐγώ περνῶ ἀπαλά τό χέρι στή βάση τοῦ κρανίου μου καί τό βυθίζω ἀπότομα — βαθιά — μέσ' στο κεφάλι μου καί τραβῶ ἔξω το μυαλό μου καί στίβω ἤρεμα τή φαιά μου οὐσία ἀνάμεσα στά δάχτυλά μου κι' όταν όλα τά υγρά χυθούν – χωρίς φωνές – καταγῆς μνήσκει μονάχα μέσα στὴν ἀπαλάμη μου — καί ζεῖ — ένα μικρό λουλούδι ποῦ τὸ ζητοῦσα ἀπό παιδί καί πού μοῦ χαϊδεύει τό μέτωπο μέ τά λευκά του χέρια καί μοῦ μιλεῖ στοργικά καί μοῦ λέει γιά τά ὄνειρα πού