Πριν από δέκα χρόνια, ενώ τελείωνε ο Νοέμβριος του 1953, πήγαινα τα πρώτα ποιτικά μου χειρόγραφα στο τυπογραφείο (1) . Πρώτες φανερώσεις της μαχώμενης ψυχής μου σε χαρά δύσκολη αναμνήσεως , ουράνια, βαπτισματική . Αλλ' αν μπορώ σήμερα να μιλήσω για μιαν αυγή θανάτου , η ζτούσα ψυχή μου σ' αναστάσεως μέθη, δεν ήταν να μην έχει στον ήχο της ό,τι θα έλεγα υποταγή στην Αποκάλυψη , στον Ιησού. Τότε, λοιπόν, οι διάφοροι της γενεάς μου με χλεύασαν και πέταξαν απάνω μου λιθάρια. Φώναζαν πως θέλω να εκπλήξω με τον "ανύπαρκτο Χριστό", πως ο Χριστιανισμός είναι "μια νευροπάθεια", πως η σύγχρονη αγωνία πάει στον αθεϊσμό και δεν έχει σχέση με οποιαδήποτε θρησκευτικότητα, πως είμαι ή κάνω τον αφελή, κι άλλα όμοια... Θυμάμαι μάλιστα που βγήκε στην ανοησία και κάποια γηραιά κυρία, κριτικός στην Αθήνα, γράφοντας πως τη "σταματούσε" στα πρώτα μου εκείνα ποιητικά προσπαθήματα "μια δηκτική αλλά και πολύ λεπτή ειρωνεία την θρησκευικών δοξασιώνκαι θρύλων (2) &qu